-
1 στεμφυλίτης
A made from grapes already pressed, τρύγες στεμφυλίτιδες wine made in this way, Hp.Vict.2.52, Morb.3.17: - ίτης,= vinacium, Gloss. -ον, τό, ([etym.] στέμβω) mass of olives from which the oil has been pressed, olivecake, Ar.Eq. 806: mostly in pl., Hp.Acut.64, Ar.Nu.45 (ubi v. Sch.), Fr. 392;λιπῶσι στεμφύλοις Phryn.Com.38
, cf. Androcl. ap. Arist.Rh. 1400a13, Ath.2.56d.II pl., mass of pressed grapes, Hp.Morb.2.69, Aff.27 (where it seems to be a drink), Lyc.678, PSI6.554.20 (iii B.C.), PCair.Zen.527.8 (iii B.C.);οἶνον ἀπὸ στεμφύλων LXX Nu.6.4
;σταφυλῆς στέμφυλα Arist.Fr. 107
: in sg., Gal.6.576.—Signf. 1 is said to be [dialect] Att. by Phryn.384.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεμφυλίτης
-
2 τρύξ
A wine not yet fermented and racked off, must, Anacr.41, Ar.Nu.50, al.: hence, new, raw wine, Cratin.250, PTeb. 555 (ii A. D.): prov., κατ' ὀπώρην τρύξ must in autumn, i. e. a state of ferment, Cic.Att.2.12.3.II lees of wine, dregs,οἶνος ἀπὸ τρυγός Archil.4
;ἐπειδὴ καὶ τὸν οἶνον ἠξίους πίνειν, συνεκποτἔ ἐστί σοι καὶ τὴν τ. Ar.Pl. 1085
, cf. Pherecr.249;συὸς τρύγα προσενεγκαμένης καροῦται.. τὰ γαλουχούμενα Sor.1.88
, cf. 2.41 (s. v. l.); = στέμφυλα, Gal.6.576;κυλίκεσσι καὶ ἐς τρύγα χεῖλος ἐρείδων Theoc.7.70
;ἐν τῇ τ. τοῦ πίθου Luc.Tim.19
; of other liquors, τ. [τοῦ ἄσχυ] Hdt.4.23;ἐλαίου Poll.1.245
; ;γῆ ὑπόστασις καὶ τ. τοῦ ὕδατος Metrod.
ap. Placit.3.9.5.2 of metals, dross,σιδηρήεσσα τρύξ Nic. Al.51
;χαλκοῦ Dsc.5.103
.4 metaph.,ἠχὼ.., φωνῆς τρύγα APl.4.155
(Euod.): metaph. also of an old man or woman, Ar. V. 1309, Pl. 1086.III τρύγες στεμφυλίτιδες second wine pressed out of the husks, poor wine, Hp.Vict.2.52;ἡ ἐκ [στεμφύλων] τρύξ Gp.6.13.2
; without any addition, Gal.6.580; cf. τρυγηφάνιος.IV τ. οἴνου κεκαυμένη, = φέκλη, salt of tartar, obtained from the matter deposited on the bottom and sides of wine-vats, Dsc.5.114, Eup.2.164, Gal.12.490; τροχίσκοι τρυγὸς ᾗ ῥυπτόμεθα scouring balls of this substance, Thphr.HP9.9.3.
См. также в других словарях:
στεμφυλίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, ίτιδος, Α νεοελλ. (ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος αρχ. 1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό 2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για… … Dictionary of Greek
τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek